καλλιρόοισι

καλλιρόοισι
καλλίροος
masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic)
καλλίρους
beautiful-flowing
masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • προσέρπω — και δωρ. τ. ποθέρπω Α [ἕρπω] 1. (κυριολ. και μτφ.) πλησιάζω έρποντας, σιγά σιγά, αθόρυβα (α. «τόμβον προσεῑρπον ἆσσον», Σοφ. β. «τὰς προσερπούσας τύχας», Σοφ. γ. «τὸν προσέρποντα χρόνον», Πίνδ.) 2. επέρχομαι («ἅ μ ἐθέλοντα προσέρπει καλλιρόοισι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”